ἀγχιστείας

ἀγχιστείας
ἀγχιστείᾱς , ἀγχιστεία
close kinship
fem acc pl
ἀγχιστείᾱς , ἀγχιστεία
close kinship
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συγγένεια — Είναι δεσμός κοινής καταγωγής με τον οποίο ο νόμος συνδέει ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις (A.K. 1463, 1464). Η σ. είναι «εξ αίματος» ή «εξ αγχιστείας»: η πρώτη έχει ως έρεισμα την κοινότητα του αίματος και μπορεί να είναι «κατευθείαν… …   Dictionary of Greek

  • παώταρ — ὁ, Α (λακων. τ.) ο συγγενής εξ αγχιστείας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το πηός / πᾱός «συγγενής εξ αγχιστείας»] …   Dictionary of Greek

  • παώτης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) ο συγγενής εξ αγχιστείας, παώταρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από το πηός / πᾱός «συγγενής εξ αγχιστείας»] …   Dictionary of Greek

  • συγκηδεστής — ὁ, Α 1. συγγενής εξ επιγαμίας, ο άνδρας τής αδελφής τής συζύγου κάποιου 2. συγγενής εξ αγχιστείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κηδεστής «συγγενής εξ αγχιστείας»] …   Dictionary of Greek

  • близочьство — БЛИЗОЧЬСТВ|О (19), А с. Свойство: Суть же друзии браци. не соузомь сродьства. близочьствомь же взъбранѩеми творити. близочьство же есть ||=своiство лиць. ѡ(т) браковъ намъ сочтано проче сродъства. (διὰ... ἀγχιστείαν... ἀγχιστεία) КР 1284, 283б в; …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ανιόντες — Οι συγγενείς εξ αίματοςεξ αγχιστείας από την ευθεία γραμμή προς τα πάνω, δηλαδή γεννήτορες και προγεννήτορες (πατέρας, μητέρα, παππούς, γιαγιά, προπάππος, προγιαγιά κλπ.). Εκτός από την ψυχική και ηθική σχέση ανάμεσα στους α. και τους κατιόντες,… …   Dictionary of Greek

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

  • επιγαμία — η (AM επιγαμία) [επίγαμος] 1. συγγένεια από γάμο, εξ αγχιστείας 2. ο γάμος μεταξύ ατόμων διαφορετικών τάξεων, φυλών, κρατών κ.λπ. μσν. ο γάμος ως επί πλέον συγγενικός δεσμός σε άλλους που προϋπάρχουν αρχ. δεύτερος γάμος …   Dictionary of Greek

  • επιγαμβρεία — ἐπιγαμβρεία, η (Α) συγγένεια εξ αγχιστείας …   Dictionary of Greek

  • κήδευμα — κήδευμα, εύματος, τὸ (Α) [κηδεύω] 1. συγγένεια εξ αγχιστείας, εξ επιγαμίας («τόν δ ἐναντίως πεφυκότα ἐπὶ τἀναντία χρὴ κηδεύματα πορεύεσθαι», Πλάτ.) 2. (ποιητ.) κηδεστής* («ἄναξ, ἐμὸν κήδευμα, παῑ Μενοικέως», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”